- χειρωνακτικός
- -ή, -ό / χειρωνακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [χειρῶναξ, -ακτος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική εργασία» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», Ευστ.γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», Πλάτ.).επίρρ...χειρωνακτικώς / χειρωνακτικῶς, ΝΜΑ, και χειρωνακτικά Νμε εργασία τών χεριών.
Dictionary of Greek. 2013.