χειρωνακτικός

χειρωνακτικός
-ή, -ό / χειρωνακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [χειρῶναξ, -ακτος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική εργασία» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», Ευστ.
γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», Πλάτ.).
επίρρ...
χειρωνακτικώς / χειρωνακτικῶς, ΝΜΑ, και χειρωνακτικά Ν
με εργασία τών χεριών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειρωνακτικῶν — χειρωνακτικός of fem gen pl χειρωνακτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωνακτικόν — χειρωνακτικός of masc acc sg χειρωνακτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωνακτικαῖς — χειρωνακτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωνακτικαί — χειρωνακτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωνακτικῆς — χειρωνακτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωνακτικήν — χειρωνακτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρικός — ή, όν, Α [χείρ, χειρός] αυτός που γίνεται με τα χέρια, χειρωνακτικός («χειρικὴν ἐμὴν ἐργασίαν», πάπ.). επίρρ... χειρικῶς Α με τα χέρια …   Dictionary of Greek

  • χερικός — ή, όν, ΜΑ [χέριον] αυτός που γίνεται με τα χέρια, χειρωνακτικός («χερικὴ ἐργασία», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • χειρωνακτικάς — χειρωνακτικά̱ς , χειρωνακτικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”